- ηλιογραφία
- Μέθοδος για την αναπαραγωγή σχεδίων σε φωτογραφικό χαρτί, με άμεση επαφή ανάλογη με την κυανογραφία. Και οι δύο αυτές μέθοδοι είναι πλέον ουσιαστικά ιστορικές, μια και έχουν αντικατασταθεί από νεότερες τεχνικές.
Στην η. το σχέδιο (σε διαφανές χαρτί) αναπαράγεται σε ένα χαρτί ευαισθητοποιημένο με χλωριούχο σίδηρο, θειικό σίδηρο και ταρταρικό οξύ. Μετά την έκθεση στο ηλιακό φως, γίνεται η εμφάνιση σε ειδικά πιεστήρια με πλύση ύδατος.
Για την η. κατασκευάζονται χαρτιά ξηρής εμφάνισης με ατμούς αμμωνίας. Αυτά ευαισθητοποιούνται με οργανικές ουσίες, φαινόλες και νιτρικό οξύ. Η ξηρή εμφάνιση πλεονεκτεί, εκτός από την ευχέρεια και την ταχύτητα της λειτουργίας, και στο ότι δεν παραμορφώνει το χαρτί όπως η κυανογραφία. Σε ειδικές μηχανές περιστρέφονται συνεχώς τα διαφανή των σχεδίων στηριγμένα στο ευαισθητοποιημένο χαρτί και κινούνται παλινδρομικά ισχυρές φωτεινές πηγές (λυχνίες ατμών υδραργύρου, λυχνίες τόξου κλπ.).
Στην η. το σχέδιο τυπώνεται με μαύρο ή καφέ χρώμα σε λευκό πεδίο, ενώ στην κυανογραφία το σχέδιο είναι λευκό σε έντονα κυανό πεδίο.
Μηχάνημα για ηλιογραφία, φωτογραφική μέθοδο που χρησιμοποιούσε χαρτί ευαισθητοποιημένο με χλωριούχο σίδηρο, θειικό σίδηρο και ταρταρικό οξύ.
* * *η1. η αναπαραγωγή αντιγράφων από διαφανή ή διαφώτιστα πρωτότυπα πάνω σε χαρτί που φέρει επικάλυψη από διαζωνικά άλατα2. μέθοδος που επιτρέπει την αναπαραγωγή ενός κειμένου χωρίς χάραξη ή σκάλισμα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ηλιογράφος. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στο Λεξικόν Ελληνογαλλικόν τού Νικολάου Κοντοπούλου].
Dictionary of Greek. 2013.